ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1211-1669 Μ.Χ.)

Το 1204 οι Σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και διαμέλησαν τη Βυζαντινη Αυτοκρατορία. Η Κρήτη δεν αποτέλεσε μέρος του διαμελισμού αυτού, καθώς είχε ήδη δωρηθεί στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό ως αντάλλαγμα παροχής βοήθειας, ο οποίος την πούλησε στους Βενετούς για περίπου χίλια νομίσματα από ασήμι. Για το λόγο αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στο Partitio terrarum imperii Romaniae.

Οι Βενετοί εγκαθίστανται στο νησί σταδιακά από το 1210 μ.Χ., εκδιώκοντας τους Γενουάτες που είχαν εκμεταλλευτεί την αναταραχή. Η Κρήτη ήταν πολύτιμη για τους Βενετούς, γιατί, λόγω της τοποθεσίας της, θα συντελούσε στην ανάπτυξη του βενετικού εμπορίου στην Ανατολή.

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας χτίστηκαν μερικά από τα σπουδαιότερα τεχνικά και αρχιτεκτονικά έργα του νησιού. Από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτών είναι τα νέα τείχη του Ηρακλείου, το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρωματικό έργο των Βενετών, όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά στη Μεσόγειο. Παρά τη σύγχρονη δομή και το χαρακτήρα της πόλης, αποτελεί στολίδι για την μεγαλούπολη και διασώζει σημαντικές μνήμες. Το τεράστιο αυτό αμυντικό έργο συμπληρώνεται με το επιθαλάσσιο φρούριο Rocca a Mare (γνωστό σήμερα ως Κούλες) στο λιμάνι της πόλης. Κάποια άλλα μεγαλοπρεπή και μοναδικής αξίας κτίρια είναι η Λότζια και η Κρήνη του Προβλεπτή Φραντζέσκο Μοροζίνη, επιστέγασμα του μεγαλειώδους έργου ύδρευσης που ξεκινάει από τις πηγές του Γιούχτα.

Αναρίθμητα ασφαλώς είναι τα μοναστήρια και οι εκκλησίες που είναι διάσπαρτα σε όλο το νομό, όπως η Μονή Επανωσήφη, η Μονή Κεράς, η Μονή Παλιανής, η Μονή Αγκαράθου, η Μονή Οδηγητρίας, η Μονή Καλυβιανής κ.α.

Εκτός όμως από τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, η ενετική κατοχή συνδέεται με πολύχρονες μάχες και αγώνες.

Το ενετικό σύστημα διακυβέρνησης ήταν καταπιεστικό και επέβαλε αυστηρή τήρηση της τάξης και των κανόνων. Ο Δούκας της Κρήτης και οι ανώτατοι διοικητικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι ορίζονταν κατευθείαν από τη Βενετία και εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τους θησαυρούς της Κρήτης.

Η βαριά φορολογία, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων και η κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια των ντόπιων.

Ο κρητικός λαός επαναστάτησε συνολικά 27 φορές. Τις επαναστάσεις ηγούνταν οι ντόπιοι άρχοντες και ήταν τέτοιο το μένος τους που για δύο αιώνες υπήρχε τεράστιο χάσμα μεταξύ ντόπιων κρητικών και εποίκων Βενετών. Τα επαναστατικά κινήματα διήρκεσαν περίπου μέχρι το τέλος του 16ου αι. Προς το τέλος άρχισε να μειώνεται το χάσμα και τα δύο στοιχεία (ντόπιοι κρητικοί-έποικοι Βενετοί) άρχισαν να έρχονται πιο κοντά.

Σιγά-σιγά οι Βενετοί χαλάρωσαν το καθεστώς τους και επέτρεψαν τη σύναψη γάμων μεταξύ ντόπιων και Βενετών, καθώς και την ελεύθερη εγκατάσταση οπουδήποτε στο νησί.

Μ’ αυτές τις αλλαγές η οικονομική και κοινωνική κατάσταση αρκετών Κρητών βελτιώθηκε.

Τότε ξεκίνησε η περίοδος της Κρητικής Αναγέννησης, κατά την οποία η Κρήτη γνώρισε άνθηση στις τέχνες και τα γράμματα. Στα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας η πόλη του Ηρακλείου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να δεχτεί μια σημαντική πνευματική ανάπτυξη, η οποία θα ενισχυθεί λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί βυζαντινοί λόγιοι διαβλέποντας τον κίνδυνο της κατάκτησης από τους Τούρκους καταφεύγουν σε ευρωπαϊκές, κυρίως ιταλικές, πόλεις αλλά και στην Κρήτη και κυρίως στο Ηράκλειο (Candia). Αυτό το κύμα των αφίξεων βυζαντινών λογίων υποβοηθάει την πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης σε όλους τους τομείς.

Μεγάλο πνευματικό και μορφωτικό κέντρο της πόλης αναδεικνύεται η Μονή της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών, όπου μεγάλοι λόγιοι όπως οι Μελέτιος Βλαστός, Ιωάννης Μορτζίνος, Κύριλλος Λούκαρις κ.α., υπήρξαν δάσκαλοι της σχολής που διατηρούσε.

Ένας μεγάλος αριθμός νέων της πόλης ταξιδεύει στη Βενετία και σε άλλες ιταλικές πόλεις για σπουδές και έτσι σιγά-σιγά η πόλη του Ηρακλείου δέχεται τις επιδράσεις της πρώιμης αναγέννησης και εμφανίζεται πλέον μια σημαντική αυτόνομη τοπική πνευματική παραγωγή, κυρίως στους τομείς της ζωγραφικής, της ποίησης και του θεάτρου.

Ειδικά στους τελευταίους χρόνους της Ενετοκρατίας (1594 – 1669), η κρητική λογοτεχνία

φτάνει στο μέγιστο βαθμό ανάπτυξής της, οπότε μιλάμε πια και για το «Κρητικό θέατρο», όπως μιλάμε ήδη και για την «Κρητική Σχολή» στην Αγιογραφία (16ος – 17ος αιώνας).

Σε αυτή την περίοδο δημιουργήθηκε η Κρητική Σχολή Ζωγραφικής Τέχνης με κορυφαίους εκπρόσωπους το Θεοφάνη, τον Κλώντζα και το Δαμασκηνό.

Άνθηση γνώρισαν τα γράμματα και η λογοτεχνία με τους Γεώργιο Χορτάτζη και Βιτσέντζο Κορνάρο που άφησαν πίσω τους τα πασίγνωστα έργα του Ερωτόκριτου, της Ερωφίλης, της Θυσίας του Αβραάμ.

Τον 16ο αι., και ενώ κυριαρχούσε η απειλή της Τουρκικής εισβολής, άρχισε η προσπάθεια να χτιστούν ξανά τα μεγάλα κάστρα. Προς το τέλος του αιώνα, με την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας κτίστηκε το «Μεγάλο Κάστρο», το οχυρό του Ηρακλείου που διατηρείται ως σήμερα. Όλες οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια της Κρήτης απέκτησαν τέτοια κάστρα.


ΚΡΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ:

Το σημερινό Ηράκλειο τα χρόνια της Ενετοκρατίας, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εξελίσσεται σε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της βενετσιάνικης επικράτειας. Το 1600 περίπου, η πόλη είχε 20.000 κατοίκους όπου εργάζονταν 200 ζωγράφοι, των οποίων η φήμη εξαπλώνεται πολύ έξω από τα όρια του νησιού και φτάνουν να κοσμούν με την δουλειά τους μεγάλα μοναστικά κέντρα, όχι μόνο της υπόλοιπης Ελλάδας αλλά και της ορθόδοξης ανατολής.

Στα πλαίσια αυτά διαμορφώνεται σιγά-σιγά η «Κρητική Σχολή» ζωγραφικής. Εικόνες και εικονογραφημένα χειρόγραφα ταξιδεύουν σε ολόκληρη την ενετοκρατούμενη ανατολή και τα σημαντικά ορθόδοξα μοναστικά κέντρα.

Η «Κρητική Σχολή» ζωγραφικής δημιουργεί σημαντικά έργα τα οποία σήμερα βρίσκονται σε μουσεία, μοναστήρια, ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές και στο σύνολο τους συγκροτούν ένα πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο κεφάλαιο της ιστορίας της τέχνης.

Δυστυχώς, μετά από δυο αιώνες ακμής (16ος & 17ος) με την κατάληψη του Ηρακλείου (Candia) από τους Τούρκους διακόπτεται βίαια όλη αυτή η πνευματική ακμή της Κρητικής αναγέννησης.

Σημαντικοί εκπρόσωποι της «Κρητικής Σχολής» ζωγραφικής είναι οι: Άγγελος (Ακοτάντος) (15ος αι.), Δαμασκηνός Μιχαήλ (16οςαι.), Θεοτοκόπουλος Δομίνικος (16οςαι.), Θεοφάνης ο Κρής (16ος αι.), Κλόντζας Γεώργιος (17ος αι.), Κορνάρος Ιωάννης (18ος αι.).


ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ Ή EL GRECO:

O El Greco, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας της ζωγραφικής, γεννήθηκε στο βενετοκρατούμενο Ηράκλειο (Candia). Εδώ πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και μέχρι την ηλικία των 20 ετών, οπότε φεύγει για την Ιταλία, φαίνεται να έχει κατακτήσει ήδη τη Βυζαντινή τέχνη, γιατί σε αναφορές των αρχείων της εποχής εμφανίζεται ήδη σαν καταξιωμένος ζωγράφος.

Στην Βενετία, όπου είναι ο πρώτος σταθμός του στην Ιταλία, διδάσκεται από τον Τιτσιάνο και τελειοποιεί τις γνώσεις του στην δυτική ζωγραφική. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Ρώμη το 1577 εγκαθίσταται στο Toledo της Ισπανίας, όπου δημιουργεί το μεγάλο του έργο. Δεν παύει όμως ποτέ να μνημονεύει τις κρητικές του ρίζες και σε όλα του τα έργα υπογράφει «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρής Εποίει».

Με βαθιά γνώση τόσο της βυζαντινής λόγιας παράδοσης, όσο και της αρχαίας ελληνικής και αναγεννησιακής σκέψης καταφέρνει να αποτυπώσει στα έργα του την μυστική φλόγα της ορθόδοξης τέχνης και τους προσωπικούς του οραματισμούς.

Σήμερα στο Ηράκλειο σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα του Ιστορικού Μουσείου εκτίθεται ένα από τα πρώιμα έργα του El Greco, το «Όρος Σινά».

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ:

Το αριστούργημα της Κρητικής Λογοτεχνίας: Το γνωστό λυρικό ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του νεοελληνικού λόγου.

Γράφτηκε την περίοδο 1640-1660 και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά εργαλεία του λαϊκού κρητικού πολιτισμού. Απεικονίζει τις ομορφότερες πλευρές του κρητικού πολιτισμού και υμνεί όλες εκείνες τις αρετές που αποτελούν την βάση της κρητικής «λεβεντιάς» και επάξια συγκαταλέγεται στα κλασσικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Στους 10.000 στίχους του ποιήματος γίνεται αναφορά στην ερωτική ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας και ταυτόχρονα περιγράφονται σημαντικά στοιχεία για τις συνθήκες και την καθημερινή ζωή της εποχής. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στην Βενετία και από τότε θα λέγαμε ότι αποτελεί την «Βίβλο» του κρητικού λαού.

πηγή: archanes-asterousia.gr